19.11.12

> Πόλεις



Από το blog Cynical 20.2.2009:


Οι πόλεις είναι πιο ελκυστικές όταν ο ήλιος λάμπει. Ο ήλιος κατά τεκμήριο είναι ευεργέτης των πόλεων. Δεν είναι όμως, ότι τις κάνει πιο όμορφες. Μπορεί να φωτίζει και ν’ αναδεικνύει τα καλά τους, αλλά συνάμα βγάζει στη φόρα και τις ασκήμιες τους. Ο ήλιος, αντίθετα, κάνει τους ανθρώπους, να βλέπουν τις πόλεις τους πιο όμορφες. Τους βγάζει απ’ το καβούκι τους, τους ζεσταίνει, τους χαλαρώνει κι από κει και πέρα τη δουλειά της μεταμόρφωσης την κάνει η καλή ψυχολογία.

Αντίθετα, οι πόλεις ομορφαίνουν απ’ το χιόνι. Είναι το τελειότερο υλικό για να κρύψει εξαμβλώματα, να στρογγυλέψει ατέλειες, να βελτιώσει την αισθητική και των πιο μεγάλων τερατουργημάτων. Ακόμα και τα χειρότερα εκθέματα μιας πόλης, όπως τα εγκαταλελειμμένα κτήρια και οι σωροί των σκουπιδιών εξευγενίζονται στην όψη και γίνονται περισσότερο αποδεκτά στα βλέμματα. Είναι απαλό, είναι λείο, είναι μαλακό, είναι εύπλαστο, χαρακτηριστικά που όπως και το βελούδο, μεταδίδουν μια αίσθηση εφησυχασμού και ηρεμίας. Είναι ένα δώρο αναπάντεχο, που φτάνει στη γη χωρίς τυμπανοκρουσίες και απειλητικά προμηνύματα, παρά ακροπατώντας αθόρυβα και διακριτικά, μην και ταράξει, ή επιβαρύνει κι άλλο θαρρείς, την ευάλωτη ψυχική διάθεση των κατοίκων. Κι επιπλέον, είναι λευκό, χρώμα της καθαρής ψυχής, που δίνει χώρο το βράδυ στ’ αστέρια ν’ αστραποβολήσουν, διαχέοντας το φως τους πάνω απ’ τις στέγες της πόλης αδιακρίτως, και φέρνοντας κάτι απ’ την κοσμική γαλήνη στα κρεβάτια και τα όνειρα των ανθρώπων.

Αυτό που σκοτώνει τις πόλεις είναι η υγρασία. Μπορεί και η άμμος, μα δεν έχω την ανάλογη εμπειρία για να την περιγράψω. Την υγρασία όμως την ξέρω καλά. Δεν είναι βροχή, που λες ότι κάποια στιγμή θα έρθει και θα περάσει, θα πλύνει, θα καθαρίσει και μετά όπου νάναι θα ξεπροβάλει κι ο ήλιος για ν’ αναδείξει το θεάρεστο έργο της. Πόλεις ξηρές που ζούνε κι αναπνέουνε στη σκόνη, πως και πως περιμένουν τη βροχή για να ξεπλύνει τα ψηλά τζάμια, αυτά που είναι αδύνατον να τα καθαρίσεις απ’ έξω, να ποτίσει τ’ ανεμικά δεντράκια στα πεζοδρόμια, ν’ αναστήσει προς στιγμή το ξερόχορτο που χαροπαλεύει.

Η υγρασία όμως, είναι άλλο πράγμα. Είναι ύπουλη, είναι διαβρωτική σαν οξύ, είναι πανταχού παρούσα, δεν αφήνει τίποτα που να μην το μαγαρίζει, κι είναι αδύνατον να της ξεφύγεις και να προστατευθείς. Είναι ένα σύννεφο βαρύ, που σαν θανατικό κατακάθεται ράθυμο και κακόβουλο μέσα στις πόλεις. Τρυπώνει στα γόνατα και τις αρθρώσεις, στραβώνει και παραμορφώνει τα κόκαλα, φωλιάζει στα σεντόνια και τις κουβέρτες, ξεφτίζει τους τοίχους, αλλοιώνει τα χρώματα, γδέρνει το τσιμέντο απ’ τις κολώνες, κατατρώγει ό,τι σιδερικό βρεθεί μπροστά της, κι αφήνει πίσω της γκρεμίλες, σκουριά, και το χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα και τη μυρωδιά της μούχλας. Θαρρείς κι είναι το σαράκι που κατατρώγει σιγά σιγά την πόλη απ’ τα θεμέλιά της, και την σπρώχνει στην παρακμή και τον θάνατο.

Υγρασία: είναι το νερό που γλύφει μονίμως τις προσόψεις, είναι τα φαγωμένα πεζοδρόμια και τα ραγισμένα μωσαϊκά, τα μαγαζιά που παραμένουν κρύα ακόμα κι όταν θερμαίνονται, είναι οι δρόμοι, οι μονίμως βρεγμένοι και μες’ τη γλίτσα, κι είναι η γκριζάδα στον ορίζοντα που δεν θα πάψω να τη συνδέω με ασθενοφόρα που τσιρίζουν και με επίμονα κορναρίσματα αλαφιασμένων οδηγών. Επίσης, είναι οι ξέσκεποι σταθμοί λεωφορείων, που φυτρώνουν σε λασπωμένες αλάνες στις παρυφές των πόλεων, οι χαλασμένες τουαλέτες και τα καζανάκια που τρέχουν, οι ξεχαρβαλωμένες καρέκλες στα βρώμικα καφενεία, τα νοτισμένα, λερά τζάμια και ο λειψός φωτισμός, τα σπασμένα λούκια που μονίμως ξερνάνε νερό στα πεζοδρόμια, οι μυρωδιές του κάτουρου σε μουσκεμένες γωνιές σπιτιών και πάρκων, οι σκοτεινές είσοδοι, οι φορτωμένες με λιπαρό αέρα και βαριές μυρωδιές, τα μονίμως κλειστά παντζούρια με τις γρίλιες να λείπουν, οι βρώμικες κουρτίνες που έχουν ξεφύγει από τους γάντζους και κάνουν κοιλιά, οι μοναχικοί γλόμποι που κρέμονται σαν την αγχόνη απ’ το ταβάνι φωτίζοντας γυμνούς, υγρούς τοίχους, σπαρμένους εδώ κι εκεί με κάποια αδέσποτα καρφιά, υγρασία είναι οι κυρτωμένες φιγούρες των ανθρώπων, υγρασία είναι το υπόγειο του Ντοστογιέφσκι και ο Stalker του Ταρκόφσκι.

Οι πόλεις με υγρασία και ζέστη είναι αποπνικτικές, κι αδύνατον να τις περπατήσεις. Το ίδιο κι όταν συνδυάζουν υγρασία με παγωνιά, που είναι σαν να σού σφίγγουν το κεφάλι με τανάλια.. Παρόμοια, κι όταν είναι ξερές και σκονισμένες, ή αφημένες απροστάτευτες στο έλεος ενός τυραννικού ήλιου. Πόλεις δύσκολες κι αφιλόξενες.

Η πιο όμορφη πόλη θα ήταν αυτή, που θα άφηνε την αύρα της θάλασσας να μεταφέρει τις μυρωδιές και τη φρεσκάδα της και στο πιο απομακρυσμένο στενό της, θα ήταν αυτή που θα άφηνε τη μυρωδιά του πεύκου να κάθεται σαν ευεργετικό σύννεφο όλο το χρόνο πάνω από τα σπίτια της, θα ήταν αυτή που θα άφηνε τις βροχές να ποτίσουν τα παρτέρια και τους κήπους της, τόσο, όσο για να είναι ανθισμένα την άνοιξη, που θα έφερνε χιόνι, τόσο, όσο θα χρειάζονταν τα παιδιά για να φτιάξουν χιονάνθρωπους και οι μεγάλοι για να ξαναγίνουν παιδιά.

Η πιο όμορφη πόλη θα ήταν αυτή που δεν θάθελε κανένας να την εγκαταλείψει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου